διαμέτρημα

διαμέτρημα
το
το μήκος της διαμέτρου οποιουδήποτε κυλίνδρου, της κάννης, του όπλου κτλ.: Ο στρατός διαθέτει και όπλα μεγάλου διαμετρήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν …   Dictionary of Greek

  • θωρηκτό — Μεγάλο πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με τη μέγιστη επιθετική βλητική ικανότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή αμυντική προστασία, η οποία εξασφαλίζεται από κάθετες (θωρηκτή ζώνη) και από οριζόντιες (θωρηκτό κατάστρωμα) θωρακίσεις. Ακόμα και οι… …   Dictionary of Greek

  • υπερντρέντνοτ — Ονομασία θωρηκτού που φέρει βαρέα πυροβόλα. Πρόκειται για πολεμικό μεγαλύτερο του ντρέντνοτ. Πρώτη η Μ. Βρετανία άρχισε από το 1913 ν’ αυξάνει το διαμέτρημα των βαρέων πυροβόλων των ντρέντνοτς. Στην αρχή, για σκάφη εκτοπίσματος 24.000 τόνων, το… …   Dictionary of Greek

  • υποδιαμέτρημα — το, Ν ναυτ. 1. διαμέτρημα πυροβόλου μικρότερο τού κανονικού 2. φρ. «πυροβόλο υποδιαμετρήματος» (παλαιότερα) πυροβλητικός σωλήνας μικρού διαμετρήματος, τον οποίο τοποθετούσαν σε κοιλότητα πυροβόλου ή στερεωνόταν πάνω του, κατά τη διεύθυνση τού… …   Dictionary of Greek

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • ολκή — η (Α ὁλκή) 1. η έλξη, το σύρσιμο ή το τράβηγμα («ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή» το να σύρει κάποιος το ξαντικό εργαλείο κατά την κατεργασία υφασμάτων, Πλάτ.) 2. η προς τα κάτω ροπή τής πλάστιγγας νεοελλ. 1. το βάρος σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων 2. η… …   Dictionary of Greek

  • πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… …   Dictionary of Greek

  • όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • αντιαρματικός εκτοξευτής — (μπαζούκας). Φορητός εκτοξευτής αυτοπροωθούμενων βλημάτων, που τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο αμερικανικός στρατός το 1943. Ο αρχικός τύπος είχε διαμέτρημα 60 χιλιοστά, που αυξήθηκε μετά σε 88 χιλιοστά. Έχει μήκος λίγο περισσότερο από 1 μ.… …   Dictionary of Greek

  • βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”